- ερεθιστικότητα
- Στη βιολογία και στη γενική φυσιολογία σημαίνει την ικανότητα του ζωντανού πρωτοπλάσματος να αντιδρά σε ενδογενή και εξωγενή ερεθίσματα με μεταβολή της σύστασής του, η οποία μερικές φορές δίνει πολύπλοκες αντιδράσεις. Αυτή η αντίδραση είναι σε γενικές γραμμές ανεξάρτητη από την ποιότητα και την ένταση του ερεθίσματος· π.χ. το μηχανικό, το ηλεκτρικό ή το χημικό ερέθισμα ενός κινητικού νεύρου που προκαλεί πάντα τη σύσπαση του αντίστοιχου μυός (νόμος των ειδικών ενεργειών), η οποία θα είναι ολική για οποιαδήποτε ένταση του ερεθίσματος (αρχή του «όλα ή τίποτα»). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ενέργεια που εκλύεται ως αποτέλεσμα της ερεθιστικότητας μπορεί να είναι χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε για να προκληθεί ερέθισμα. Έχει αποδειχθεί ότι κάτω από μια ορισμένη τιμή έντασης το ερέθισμα δεν προκαλεί την αντίδραση που αναμένεται: αυτή η τιμή αποκαλείται κατώφλι της διέγερσης. Περισσότερα από ένα ερεθίσματα που δεν φτάνουν το όριο αυτό μπορούν, εάν πλησιάσουν μεταξύ τους χρονικά, να πετύχουν την εξαπόλυση της ειδικής αντίδρασης (αρχή της άθροισης των υποοριακών ερεθισμάτων).
* * *η1. η ιδιότητα τού ερεθιστικού, η ικανότητα για ερεθισμό2. η ιδιότητα κάποιου να ερεθίζεται, η προδιάθεση για ερεθισμό3. φυσιολ. η ιδιότητα τών ζωντανών οργανισμών να αντιδρούν στις εξωτερικές επιδράσεις με κινήσεις μερών τού σώματός τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1811 στον Ι. Ασάνη].
Dictionary of Greek. 2013.